- φορβάν
- φορβά̱ν , φορβήpasturefem acc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Φόρβαν — Φόρβας masc voc sg Φόρβᾱν , Φόρβης masc acc sg (epic doric aeolic) Φόρβης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανύω — ἀνύω κ. ἀνύτω ή ἁνύτω κ. ἄνυμι (Α) 1. εκτελώ, φέρνω σ ένα τέλος, επιτελώ («ἤνυτο δ ἔργον», Όμηρος «οὐδὲν ἤνυε», Ηρόδοτος) 2. κατορθώνω κάτι, πετυχαίνω κάτι που με συμφέρει 3. τελειώνω, καταναλίσκω, εξαφανίζω («ἐπεὶ δή σε φλὸξ ἤνυσεν» αφού σ… … Dictionary of Greek
σπόρος — ο, ΝΜΑ 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού σπείρω, η σπορά, το σπάρσιμο (α. «άρχισε νωρίς νωρίς ο σπόρος» β. «καὶ γὰρ νεατὸς καὶ σπόρος καὶ φυτεία... ὑπαίθρια... ἔργα ἐστίν», Ξεν.) 2. καθετί που σπέρνεται στη γη για να βλαστήσει, το σπέρμα… … Dictionary of Greek
φόρβαντα — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἰατρικὰ φάρμακα». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορβ τού ρ. φέρβω* «τρέφω» και πιθ. πρέπει να γραφεί φορβάν τὰ ἰατρικὰ φάρμακα] … Dictionary of Greek